μισογόης

μισογόης
μισογόης, -ητος, ὁ (Α)
αυτός που απεχθάνεται την απάτη ή την ταχυδακτυλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + γόης «θαυματοποιός, απατεώνας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μισογόης — μῑσογόης , μισογόης hating fraud masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Léon Choirosphaktès — (Λέων Χοιροσφάκτης), appelé en latin Leo Choerosphactes ou Leo Magister (Λέων ό Μάγιστρος), est un homme d État et écrivain byzantin dont la carrière publique se déroula essentiellement sous les règnes des empereurs Basile Ier le Macédonien (867… …   Wikipédia en Français

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”